- χρυσοπέλεια
- η, Νζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους οφιδίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysopelea].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χρυσοπέλεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσοπελείας — Χρυσοπελείᾱς , Χρυσοπέλεια fem acc pl Χρυσοπελείᾱς , Χρυσοπέλεια fem gen sg (attic doric aeolic) Χρυσοπελείᾱς , Χρυσοπελείη fem acc pl Χρυσοπελείᾱς , Χρυσοπελείη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Chrysopelea — CHRYSOPELEA, æ, Gr. Χρυσοπέλεια, ης, oder nach einer andern Lesart Προσοπέλεια, eine Hamadryade, welche Arkas, Jupiters oder des Apollo und der Kallisto Sohn, eines Males im Walde auf seiner Jagd antraf, wo sie große Gefahr lief, umzukommen. Denn … Gründliches mythologisches Lexikon
έλατος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek
ελατός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek